-
1 ἄνδηρον
ἄνδηρον, τό, nur im plur., 1) Gartenbeete, neben πρασιαί Nic. Th. 575; Strat. 39 (XII, 197); Plut. Symp. III, 2, 2 E.; οὐχ ὁμαλά u. ἀναχοῦν τὰ ἄνδ. Luc. Lexiph. 2; vgl. Mosch. 4, 101; bei Theocr. 5, 93 ῥόδων, Blumenbe etc. Nach VLL. eigtl. τὰ ἄκρα, αἱ τῶν τάφρων ἀναβολαί, u. daher – 2) τὰ χείλη τῶν ποταμῶν, Uferrand, ϑαλάσσης Opp. H. 4, 319. – 3) die Gräben selbst, Lyc. 629.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek